σέλλας

σέλλας
ο шорник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σέλλας" в других словарях:

  • σελλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ.), στην οποία υπάγεται και ο οικισμός Άνυδρο (υψόμ. 560 μ.). * * * ο, Ν βλ. σελάς …   Dictionary of Greek

  • σέλλας — σέλλᾱς , σέλλα seat fem acc pl σέλλᾱς , σέλλα seat fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SCALAE Ferreae — apud Mauritium Στρατηγικ l. 1. ἔχειν δὲ καὶ εἰς τὰς σέλλας σκάλας σιδηρᾶς δύο: e sella equestri pensiles, sunt quos Hieronym. stapedes, Eustathius in Odyss. Α᾿ναβολεῖς vocat, qui et ferreas fuisse docet, cum τὸ σιδήριον exponit. Cum enim, ante… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζεγγί — το ο αναβολέας* σέλλας, σκάλα ίππευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. uzengi] …   Dictionary of Greek

  • σέδας — Α (κατά τον Ησύχ.) «καθέδρας [σέλλας]» …   Dictionary of Greek

  • σελάς — και παλ. τ. σελλάς, ο, Ν [σέλ(λ)α] σελ(λ)οποιός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»